«Φεύγω απ’ το σπίτι μου το πατρικό, έχω στο Λονδίνο μια δουλειά», έλεγε το τραγουδάκι που είχε σκαρώσει πολύ γρήγορα ο Φραγκίσκος Σούρπης, «πατώντας» πάνω στη μελωδία του «Ob-la-di, Ob-la-da» των Beatles, για να γιορτάσει την πρόκριση του Παναθηναϊκού στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ. Αρκούσε το όνομα του μυθικού γηπέδου για να προκαλέσει δέος στο άμαθο από επιτυχίες ελληνικό φίλαθλο κοινό και όχι ο ευρωπαϊκός τελικός, επίτευγμα που ούτε περνούσε απ’ το μυαλό κανενός μερικούς μήνες νωρίτερα.
«Φεύγω απ’ το σπίτι μου το πατρικό, έχω στο Λονδίνο μια δουλειά», έλεγε το τραγουδάκι που είχε σκαρώσει πολύ γρήγορα ο Φραγκίσκος Σούρπης, «πατώντας» πάνω στη μελωδία του «Ob-la-di, Ob-la-da» των Beatles, για να γιορτάσει την πρόκριση του Παναθηναϊκού στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ.
Κι όμως, ο Παναθηναϊκός ήταν εκεί στις 2 Ιουνίου 1971. Απέναντι στον Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ, του Γιόχαν Νέεσκενς και του Πιτ Κάιζερ. Όχι για τη χαρά της συμμετοχής, που από μόνη δεν ήταν μικρό πράγμα, αλλά για να κατακτήσει το τρόπαιο. Ο Φέρεντς Πούσκας έλεγε την παραμονή του μεγάλου αγώνα ότι δεν θεωρούσε τους Ολλανδούς πολύ καλύτερους από τον Ερυθρό Αστέρα, την Έβερτον ή ακόμα και τη Σλόβαν Μπρατισλάβας, τις οποίες είχε αποκλείσει νωρίτερα ο Παναθηναϊκός: «Μήπως κάθε μία από τις τέσσερις ομάδες που αποκλείσαμε δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σήμερα στη θέση του Παναθηναϊκού; Κι αν βρισκόταν, δεν θα λέγαμε πώς έχει τις ίδιες πιθανότητες με τον Άγιαξ; Γιατί λοιπόν να μην έχουμε κι εμείς, που τις αποκλείσαμε, τις ίδιες, αν όχι και περισσότερες;»
Στην πράξη, βέβαια, αποδείχθηκε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο τα περιέγραφε ο Ούγγρος τεχνικός. Υπήρχε κι ένας παράγοντας που δεν μπορούσε να υπολογιστεί. Το άγχος και η έλλειψη πείρας.
Ο Αντώνης Αντωνιάδης δεν το έχει κρύψει ότι κατά την είσοδο στον αγωνιστικό χώρο και μπρος στη θέα του κατάμεστου Γουέμπλεϊ, ο ίδιος και οι συμπαίκτες του… παραπατούσαν. Σαν να μην πίστευαν ότι αυτό που ζούσαν ήταν αληθινό, ιδίως όταν κατάλαβαν ότι οι Ελληνες που έβλεπαν στους δρόμους της πόλης τις προηγούμενες μέρες να ψάχνουν για εισιτήρια δεν ήταν λίγοι, αλλά σχεδόν 30.000!
Ο Άγιαξ, αντίθετα, είχε γευτεί την εμπειρία του τελικού δύο χρόνια νωρίτερα (όταν ηττήθηκε με 4-1 από τη Μίλαν), ενώ διέθετε και έναν αστέρα παγκόσμιου βεληνεκούς. Ο Γιόχαν Κρόιφ δεν είχε λάμψει ακόμη εκτυφλωτικά, αλλά η αύρα που τον περιέβαλε έδινε στους πάντες να καταλάβουν ότι ήταν ο επόμενος μεγάλος μετά τον Πελέ, το άστρο του οποίου πλησίαζε πια στη δύση του, αλλά και τον ίδιο τον Πούσκας, ο οποίος δέκα σχεδόν χρόνια αφότου είχε κρεμάσει τα παπούτσια του, ήταν αναγνωρίσιμος ακόμα… κι απ’ τις πέτρες εκείνες τις μέρες που ο Παναθηναϊκός βρέθηκε στο Λονδίνο.
Ο Αντώνης Αντωνιάδης δεν το έχει κρύψει ότι κατά την είσοδο στον αγωνιστικό χώρο και μπρος στη θέα του κατάμεστου Γουέμπλεϊ, ο ίδιος και οι συμπαίκτες του… παραπατούσαν. Σαν να μην πίστευαν ότι αυτό που ζούσαν ήταν αληθινό.
Μέχρι να καταλάβουν, λοιπόν, πού βρίσκονταν οι παίκτες του Παναθηναϊκού, είχαν ήδη δεχθεί το 1-0 από την ωραία κεφαλιά του Ντικ Φαν Ντάικ στο 5’ και απλώς ακολουθούσαν τον ρυθμό του Άγιαξ, ο οποίος με ηγέτη τον αέρινο Κρόιφ έχασε κι άλλες ευκαιρίες για γκολ (ανάμεσά τους κι ένα δοκάρι σε σέντρα-σουτ του Κάιζερ). Υπήρξε αντίδραση από τους «πράσινους» με δύο χαμένες ευκαιρίες του Αντωνιάδη και άλλη μία του Αριστείδη Καμάρα, αλλά ο ουδέτερος θεατής το έβλεπε καθαρά: η τεχνική ανωτερότητα των Ολλανδών με τον μη καθιερωμένο, ακόμα, όρο του total football, ήταν εμφανής.
Ωστόσο, ο Παναθηναϊκός δεν φοβήθηκε και πάλεψε όσο μπορούσε στο δεύτερο ημίχρονο, όταν ανέβασε στροφές και ο αρχηγός του, ο Μίμης Δομάζος. Στο 87’, όμως, η τύχη του γύρισε την πλάτη. Ύστερα από πλασέ (ή γύρισμα;) του Άρι Χάαν, η μπάλα κόντραρε στο απλωμένο πόδι του Άνθιμου Καψή και αναπήδησε πάνω από το σώμα του (πολύ καλού εκείνο το βράδυ) Τάκη Οικονομόπουλου. Το όνειρο είχε σβήσει, αλλά η πίκρα για την ήττα δεν υπερίσχυε της γλύκας του ταξιδιού. «Ο πιο τυχερός κέρδισε. Στο β’ ημίχρονο παίξαμε τον Άγιαξ μονότερμα επί 40 λεπτά», είχε δηλώσει λίγο μετά τη λήξη με (μεγάλη) δόση υπερβολής ο Δομάζος, ο οποίος δεν ήθελε ποτέ να χάνει και είχε ονειρευτεί να είναι αυτός ο αρχηγός της νικήτριας ομάδας που θα σήκωνε το βαρύτιμο τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης. Οι Έλληνες φίλαθλοι, όμως, παρά την πίκρα που πάντα προκαλεί η ήττα, δεν είχαν παράπονο από τους παίκτες του Παναθηναϊκού. Και το απέδειξαν με τη θερμή υποδοχή που τους επιφύλαξαν, όταν επέστρεψαν στην Αθήνα.
2 ΙΟΥΝΙΟΥ 1971 |
ΤΕΛΙΚΟΣ ΚΥΠΕΛΛΟΥ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΩΝ |
ΑΓΙΑΞ - ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ 2-0 |
ΣΚΟΡΕΡ: 4’ Φαν Ντάικ, 87’ Χάαν |
ΑΓΙΑΞ (Ρίνους Μίχελς): Στούι, Σουρμπίρ, Βάσοβιτς, Χουλσόφ, Νέεσκενς, Ράιντερς (46’ Μπλάκενμπουργκ), Γκ. Μιούρεν, Σβαρτ (46’ Χάαν), Φαν Ντάικ, Κρόιφ, Κάιζερ. |
ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ (Φέρεντς Πούσκας): Οικονομόπουλος, Τομαράς, Βλάχος, Ελευθεράκης, Καμάρας, Σούρπης, Γραμμός, Φυλακούρης, Αντωνιάδης, Δομάζος, Καψής |